- μπαρέτα
- η, και μπαρέτο, τοείδος σκούφου με τρεις ή τέσσερεις κόγχες, που φορούν οι Ρωμαιοκαθολικοί κληρικοί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. barretta].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπερέτα — η (Μ μπερέτα και περέττα) η μπαρέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. beretta] … Dictionary of Greek